ἁλίβροχος
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
ἁλίβροχον, = ἁλίβρεκτος, washed by the sea, A.R.2.731.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar A.R.2.731, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίβροχος: ον = ἁλίβρεκτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 731.
Greek Monolingual
ἁλίβροχος, -ον (Α)
αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, αλίβρεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βρέχω].
German (Pape)
πέτραι, meerbespült, Ap.Rh. 2.730.