ἁλωνία: Difference between revisions
(3) |
(3) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ | |mltxt=[[ἁλωνία]], η (AM) (Μ και ἁλωνεία)<br /><b>1.</b> [[αλώνι]]<br /><b>2.</b> [[καρπός]] σε [[αλώνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με θ. <i>αλων</i>-, επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[ἅλως]], <i>ο</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἅλως, threshing-floor, Ath.12.524a, CPR73.20(ii A.D.), Sch.Nic.Th.541:—written ἁλωνεία, ἡ, Sch.Il.5.499, BGU 663 (iii A.D.). II grain on threshing-floor, PRyl.442.4 (iii A.D.), POxy.1107.3 (v/vi A.D.). III = ἅλως 11.2, Sch.Nic. Th.166.
German (Pape)
[Seite 113] ἡ, die Tenne, Ath. XII, 524 a; Sp.; zur Erkl. von ἀλωή bei den alten Lexikogr. gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωνία: ἡ, = ἅλως, τὸ ἁλώνιον, Ἀθήν. 524Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἁλωνιεία PTeb.727.21, 25 (II a.C.), ἁλωνεία BGU 663.8 (III d.C.)
I 1era Heraclid.Pont.50, CPR 1.73.20 (II d.C.), Sch.Nic.Th.541, PSakaon 67.9 (IV d.C.).
2 parva, PTeb.ll.cc., PMil.Vogl.253.20 (II d.C.), PRyl.442.4 (III d.C.), PCair.Isidor.65.5, 66.4, 67.6, 124.7 (III d.C.), PMerton 91.13, 14 (IV d.C.), PCair.Isidor.74.12 (IV d.C.), SB 9690.10 (IV d.C.), POxy.1107.3 (V/VI d.C.).
3 trilla, PHarris 81.3 (VI d.C.), POxy.1976.19 (VI d.C.).
II halo Sch.Nic.Th.166.
• Etimología: Cf. ἅλως.
Greek Monolingual
ἁλωνία, η (AM) (Μ και ἁλωνεία)
1. αλώνι
2. καρπός σε αλώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με θ. αλων-, επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. ἅλως, ο].