ἀμαλακιστία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμαλακιστία]], η (Α) [[ἀμαλάκιστος]]<br />το να μην [[είναι]] [[κάτι]] μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, [[σκληράδα]], [[σκληρότητα]].
|mltxt=[[ἀμαλακιστία]], η (Α) [[ἀμαλάκιστος]]<br />το να μην [[είναι]] [[κάτι]] μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, [[σκληράδα]], [[σκληρότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμᾰλᾰκιστία:''' ἡ досл. несмягчаемость, перен. неутомимость, неослабевающая сила Diod.
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαλακιστία Medium diacritics: ἀμαλακιστία Low diacritics: αμαλακιστία Capitals: ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΙΑ
Transliteration A: amalakistía Transliteration B: amalakistia Transliteration C: amalakistia Beta Code: a)malakisti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incapability of being softened, hardness, etym. of Ἀμάλθεια, D.S.4.35.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, Unermüdbarkeit, Abhärtung, Diod. S. 4, 35.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰλᾰκιστία) -ας, ἡ
dureza, inexorabilidadcomo etim. de Ἀμάλθεια D.S.4.35, Lyd.Mens.4.71, Et.Gen.583, Zonar.s.u. Ἀμάλθεια.

Greek Monolingual

ἀμαλακιστία, η (Α) ἀμαλάκιστος
το να μην είναι κάτι μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, σκληράδα, σκληρότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰλᾰκιστία: ἡ досл. несмягчаемость, перен. неутомимость, неослабевающая сила Diod.