ἀμαλακιστία
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ, incapability of being softened, hardness, etym. of Ἀμάλθεια, D.S.4.35.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰλᾰκιστία) -ας, ἡ
dureza, inexorabilidadcomo etim. de Ἀμάλθεια D.S.4.35, Lyd.Mens.4.71, Et.Gen.583, Zonar.s.u. Ἀμάλθεια.
German (Pape)
[Seite 115] ἡ, Unermüdbarkeit, Abhärtung, Diod. S. 4, 35.
Greek Monolingual
ἀμαλακιστία, η (Α) ἀμαλάκιστος
το να μην είναι κάτι μαλακό ή να μην μπορεί να μαλακώσει, σκληράδα, σκληρότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰλᾰκιστία: ἡ досл. несмягчаемость, перен. неутомимость, неослабевающая сила Diod.