άλυσσος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλυσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που θεραπεύει τη [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λύσσα]].
|mltxt=[[ἄλυσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που θεραπεύει τη [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λύσσα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄλυσσος, -ον (Α)
αυτός που θεραπεύει τη λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λύσσα.