Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφιτοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφιτοπώλης]], ο (θηλ. <i>ἀλφιτόπωλίς</i>) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εμπορεύεται [[άλφιτα]], ο [[αλευροπώλης]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίθ. στη φρ.</b>) «[[ἀλφιτόπωλις]] [[στοά]]», [[αγορά]] της Αθήνας, όπου πουλούσαν [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]](-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>].
|mltxt=[[ἀλφιτοπώλης]], ο (θηλ. <i>ἀλφιτόπωλίς</i>) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εμπορεύεται [[άλφιτα]], ο [[αλευροπώλης]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίθ. στη φρ.</b>) «[[ἀλφιτόπωλις]] [[στοά]]», [[αγορά]] της Αθήνας, όπου πουλούσαν [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]](-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλφῐτοπώλης:''' ου ὁ Luc. = [[ἀλφιταμοιβός]].
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτοπώλης Medium diacritics: ἀλφιτοπώλης Low diacritics: αλφιτοπώλης Capitals: ΑΛΦΙΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: alphitopṓlēs Transliteration B: alphitopōlēs Transliteration C: alfitopolis Beta Code: a)lfitopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seller of ἄλφιτα, Nicoph.19:—fem. ἀλφῐτό-πωλις, D.L.6.9, 7.168; as Adj., ἀ. στοά flour-market at Athens, Ar.Ec. 682.

German (Pape)

[Seite 112] ὁ, Gerstenmehlverkäufer, Luc. D. Mer. 7, 2; Nicoph. bei Ath. III, 126 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοπώλης: -ου, ὁ, = ἀλφιταμοιβός, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 1, θηλ. ἡ ἀλφιτόπωλις στοά, ἡ ἀλευραγορὰ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de harina de cebada Nicopho 9, Luc.DMeretr.7.2.

Greek Monolingual

ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α)
1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης
2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά της Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον(-α) + -πώλης < πωλῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀλφῐτοπώλης: ου ὁ Luc. = ἀλφιταμοιβός.