αμαξόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἁμαξόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την [[άμαξα]] και ως [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του [[επάνω]] σε [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἁμαξόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την [[άμαξα]] και ως [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του [[επάνω]] σε [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἁμαξόβιος, -ον)
1. (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την άμαξα και ως κατοικία
2. αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του επάνω σε άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + βίος.