αμαξόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἁμαξόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την [[άμαξα]] και ως [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του [[επάνω]] σε [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἁμαξόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για νομάδες) αυτός που χρησιμοποιεί την [[άμαξα]] και ως [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να περνά τον καιρό του [[επάνω]] σε [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]]. | ||
}} | }} |