αμανίτης: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀμανίτης]])<br /><b>1.</b> [[μύκητας]], [[μανιτάρι]]<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀμανῖται]]<br />περιληπτική [[ονομασία]] όλων τών σαρκωδών μυκήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας ( | |mltxt=ο (Α [[ἀμανίτης]])<br /><b>1.</b> [[μύκητας]], [[μανιτάρι]]<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀμανῖται]]<br />περιληπτική [[ονομασία]] όλων τών σαρκωδών μυκήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. <i>amanite</i> «[[μανιτάρι]]»). Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Ἀμανός</i>, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀμανιτάριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμανιτοκαλλιέργεια</i>, [[αμανιτότοπος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 23 December 2018
Greek Monolingual
ο (Α ἀμανίτης)
1. μύκητας, μανιτάρι
2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται
περιληπτική ονομασία όλων τών σαρκωδών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. amanite «μανιτάρι»). Πιθ. < Ἀμανός, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.
ΠΑΡ. μσν. ἀμανιτάριον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμανιτοκαλλιέργεια, αμανιτότοπος].