αμολάω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αμολάρω<br /><b>1.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] από τα [[δεσμά]] ή τον περιορισμό του, [[αφήνω]] ελεύθερο, [[ελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] ελεύθερο [[κάτι]] που [[κρατώ]]<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί<br /><b>4.</b> ξαμολάω, [[χαλαρώνω]]<br /><b>5.</b> [[αφήνω]] κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του, ανεπιτήρητο<br /><b>6.</b> (προστ. ενεργ.) <i>αμόλα</i> ή [[μόλα]]<br />α) ([[ναυτικό]] [[παράγγελμα]]) χαλάρωσε, άφησε ελεύθερο<br />β) φύγε, ξεκίνησε<br /><b>7.</b> (προστ. μέσ.) <i>αμολήσου</i><br />τρέξε [[γρήγορα]], ξεκίνησε [[αμέσως]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[αμολάω]] ψευτιές», λέω, [[ξεστομίζω]] ψέματα<br />«τήν (τίς) αμολάει», αφήνει πορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>Ξεν.</b> όρος <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>ammollare</i> «[[αφήνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμόλημα]], [[αμολημένος]], [[αμολητός]]].
|mltxt=και αμολάρω<br /><b>1.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] από τα [[δεσμά]] ή τον περιορισμό του, [[αφήνω]] ελεύθερο, [[ελευθερώνω]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] ελεύθερο [[κάτι]] που [[κρατώ]]<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί<br /><b>4.</b> ξαμολάω, [[χαλαρώνω]]<br /><b>5.</b> [[αφήνω]] κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του, ανεπιτήρητο<br /><b>6.</b> (προστ. ενεργ.) <i>αμόλα</i> ή [[μόλα]]<br />α) ([[ναυτικό]] [[παράγγελμα]]) χαλάρωσε, άφησε ελεύθερο<br />β) φύγε, ξεκίνησε<br /><b>7.</b> (προστ. μέσ.) <i>αμολήσου</i><br />τρέξε [[γρήγορα]], ξεκίνησε [[αμέσως]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[αμολάω]] ψευτιές», λέω, [[ξεστομίζω]] ψέματα<br />«τήν (τίς) αμολάει», αφήνει πορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <b>Ξεν.</b> όρος <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>ammollare</i> «[[αφήνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμόλημα]], [[αμολημένος]], [[αμολητός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

και αμολάρω
1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω
2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ
3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί
4. ξαμολάω, χαλαρώνω
5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του, ανεπιτήρητο
6. (προστ. ενεργ.) αμόλα ή μόλα
α) (ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωσε, άφησε ελεύθερο
β) φύγε, ξεκίνησε
7. (προστ. μέσ.) αμολήσου
τρέξε γρήγορα, ξεκίνησε αμέσως
8. φρ. «αμολάω ψευτιές», λέω, ξεστομίζω ψέματα
«τήν (τίς) αμολάει», αφήνει πορδές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. όρος < ιταλ. ammollare «αφήνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμόλημα, αμολημένος, αμολητός].