αμπελουργός: Difference between revisions
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργία]], [[αμπελουργικός]], [[αμπελουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελουργεῖον]], [[ἀμπελούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελουργικώς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἀμπελουργός)
καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος.
ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ
αρχ.
ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα
νεοελλ.
αμπελουργικώς].