ἀνοίδησις: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(4) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀνοίδησις]]) [[ανοιδώ]]<br />[[πρήξιμο]], [[εξόγκωση]], [[φούσκωμα]] («[[ἀνοίδησις]] μαστῶν», «[[ἀνοίδησις]] θαλάσσης»<br />Αριστοτέλης). | |mltxt=η (Α [[ἀνοίδησις]]) [[ανοιδώ]]<br />[[πρήξιμο]], [[εξόγκωση]], [[φούσκωμα]] («[[ἀνοίδησις]] μαστῶν», «[[ἀνοίδησις]] θαλάσσης»<br />Αριστοτέλης). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνοίδησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> вздувание, раздутие (ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">2)</b> набухание (τῶν μαστῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> подъем (θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A swelling, intumescence, τῶν μαστῶν Arist.HA574b16, al.; θαλάσσης Id.Mu.399a27 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοίδησις: -εως, ἡ, ἡ οἴδησις, ἐξόγκωσις, τῶν μαστῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 20, 7, καὶ ἀλλαχοῦ· θαλάσσης ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 6. 21
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
hinchazón τῶν μαστῶν Arist.HA 574b16
•subida del mar, Arist.Mu.399a27.
Greek Monolingual
η (Α ἀνοίδησις) ανοιδώ
πρήξιμο, εξόγκωση, φούσκωμα («ἀνοίδησις μαστῶν», «ἀνοίδησις θαλάσσης»
Αριστοτέλης).
Russian (Dvoretsky)
ἀνοίδησις: εως ἡ1) вздувание, раздутие (ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.);
2) набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
3) подъем (θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.).