ανισώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(4)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἀνισῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[εξισώνω]], [[εξισορροπώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σ' αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο [[συμπόσιο]] ίση [[ποσότητα]] κρασιού μ' αυτήν που πήραν οι άλλοι<br /><b>3.</b> [[εξομαλύνω]], [[λειαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ισώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ανίσωσις</i> (Ι), [[ανίσωμα]], <i>ανίσων</i>].———————— <b>(II)</b><br />ἀνισῶ (-όω) (Α) [[άνισος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] άνισο [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἀνισῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[εξισώνω]], [[εξισορροπώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σ' αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο [[συμπόσιο]] ίση [[ποσότητα]] κρασιού μ' αυτήν που πήραν οι άλλοι<br /><b>3.</b> [[εξομαλύνω]], [[λειαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ισώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ανίσωσις</i> (Ι), [[ανίσωμα]], <i>ανίσων</i>].<br /><b>(II)</b><br />ἀνισῶ (-όω) (Α) [[άνισος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] άνισο [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἀνισῶ (-όω) (Α)
1. εξισώνω, εξισορροπώ
2. δίνω σ' αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ' αυτήν που πήραν οι άλλοι
3. εξομαλύνω, λειαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ισώ.
ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων].
(II)
ἀνισῶ (-όω) (Α) άνισος
κάνω κάτι άνισο προς κάτι άλλο.