ανισώ

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

(I)
ἀνισῶ (-όω) (Α)
1. εξισώνω, εξισορροπώ
2. δίνω σ' αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ' αυτήν που πήραν οι άλλοι
3. εξομαλύνω, λειαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ισώ.
ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων].
(II)
ἀνισῶ (-όω) (Α) άνισος
κάνω κάτι άνισο προς κάτι άλλο.