ἀντήνωρ: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντήνωρ]], ο, η (Α) [[ανήρ]]<br /><b>φρ.</b> «[[σποδός]] [[ἀντήνωρ]]» — [[στάχτη]] [[αντί]] για τον άντρα.
|mltxt=[[ἀντήνωρ]], ο, η (Α) [[ανήρ]]<br /><b>φρ.</b> «[[σποδός]] [[ἀντήνωρ]]» — [[στάχτη]] [[αντί]] για τον άντρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντήνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]]) αντί ανδρός, <i>σποδὸς ἀντ</i>., [[τέφρα]] αντί [[ανδρών]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντήνωρ Medium diacritics: ἀντήνωρ Low diacritics: αντήνωρ Capitals: ΑΝΤΗΝΩΡ
Transliteration A: antḗnōr Transliteration B: antēnōr Transliteration C: antinor Beta Code: a)nth/nwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)

   A instead of a man, σποδὸς ἀ. dust for men, A.Ag.442.—In Il.as pr.n.

German (Pape)

[Seite 248] (ἀνήρ), ορος, statt des Mannes, σποδός Aesch. Ag. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνὴρ) ἀντὶ ἀνδρός, ἀντήνορος σποδοῦ, σποδοῦ ἀντὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 442. - Ἐν Ἰλ. ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui tient la place d’un homme.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ορ
adj. que está en lugar de hombres σποδὸς ἀντήνωρ ceniza en lugar de hombres A.A.442, cf. A.D.Pron.5.6, Coni.233.6.

Greek Monolingual

ἀντήνωρ, ο, η (Α) ανήρ
φρ. «σποδός ἀντήνωρ» — στάχτη αντί για τον άντρα.

Greek Monotonic

ἀντήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ) αντί ανδρός, σποδὸς ἀντ., τέφρα αντί ανδρών, σε Αισχύλ.