ἀντίψηφος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίψηφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ψηφίζει [[εναντίον]] κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.
|mltxt=[[ἀντίψηφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ψηφίζει [[εναντίον]] κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίψηφος:''' высказывающийся или голосующий против (τινι Plat.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίψηφος Medium diacritics: ἀντίψηφος Low diacritics: αντίψηφος Capitals: ΑΝΤΙΨΗΦΟΣ
Transliteration A: antípsēphos Transliteration B: antipsēphos Transliteration C: antipsifos Beta Code: a)nti/yhfos

English (LSJ)

ον,

   A voting against, τῷ θεῷ Pl.Alc.2.150b.

German (Pape)

[Seite 264] dagegenstimmend, Plat. Alc. II, 150 b; Aristaen. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίψηφος: -ον, ψηφοφορῶν ἐναντίον, ἀντίψηφον τῷ Θεῷ γενέσθαι Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 150Β, Ἀρισταίν. 1. 15.

Spanish (DGE)

-ον
que vota en contra, que se pronuncia contra οὐδὲ γὰρ ἂν εἰκὸς εἴην ἀντίψηφον ἐμὲ τῷ θεῷ γενέσθαι Pl.Alc.2.150b.

Greek Monolingual

ἀντίψηφος, -ον (Α)
αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίψηφος: высказывающийся или голосующий против (τινι Plat.).