αντιδικώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(4)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀντιδικῶ, -έω) [[αντίδικος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αντίδικος]] κάποιου σε [[δίκη]]<br /><b>2.</b> [[διαφωνώ]], [[φιλονικώ]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενάγω]] κάποιον, [[προσφεύγω]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἀντιδικοῡντες</i><br />οι αντίδικοι<br /><b>3.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου σε [[δίκη]]<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιδικία]] με κάποιον για [[κάτι]].
|mltxt=(Α ἀντιδικῶ, -έω) [[αντίδικος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αντίδικος]] κάποιου σε [[δίκη]]<br /><b>2.</b> [[διαφωνώ]], [[φιλονικώ]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενάγω]] κάποιον, [[προσφεύγω]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἀντιδικοῦν
τες</i><br />οι αντίδικοι<br /><b>3.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου σε [[δίκη]]<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιδικία]] με κάποιον για [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(Α ἀντιδικῶ, -έω) αντίδικος
1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη
2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον
αρχ.
1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο
2. οἱ ἀντιδικοῦν τες
οι αντίδικοι
3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη
4. έρχομαι σε αντιδικία με κάποιον για κάτι.