αντιδικία

Greek Monolingual

η (Α ἀντιδικία) αντίδικος
διαμάχη, φιλονικία
νεοελλ.
η διεξαγωγή πολιτικής δίκης με εναντίωση του ενός διαδίκου στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα του άλλου.