ἀντίτολμος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίτολμος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιτίθεται με [[τόλμη]], [[τολμηρός]]. | |mltxt=[[ἀντίτολμος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιτίθεται με [[τόλμη]], [[τολμηρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντίτολμος:''' -ον ([[τόλμα]]), αυτός που επιτίθεται με [[τόλμη]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A boldly attacking, A.Eu.553 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 262] (τόλμα), dagegen unternehmend, verwegen, Aesch. Eum. 523.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτολμος: -ον, (τόλμα) ὁ εὐθαρσῶς ἐπιτιθέμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 553.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résiste hardiment.
Étymologie: ἀντί, τολμάω.
Spanish (DGE)
-ον
que se atreve a luchar, audaz subst. ὁ ἀ. A.Eu.553.
Greek Monolingual
ἀντίτολμος, -ον (Α)
αυτός που επιτίθεται με τόλμη, τολμηρός.
Greek Monotonic
ἀντίτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που επιτίθεται με τόλμη, σε Αισχύλ.