ἄρακος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄρακος]], ο (Α)<br />[[είδος]] οσπρίου, [[αρακάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Η [[σύνδεση]] με το <b>λατ.</b> <i>arinca</i> «[[είδος]] σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. [[μάλλον]] ανήκει στη [[σειρά]] των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].
|mltxt=[[ἄρακος]], ο (Α)<br />[[είδος]] οσπρίου, [[αρακάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Η [[σύνδεση]] με το <b>λατ.</b> <i>arinca</i> «[[είδος]] σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. [[μάλλον]] ανήκει στη [[σειρά]] των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρᾰκος:''' ὁ бот. чина Arph.
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρᾰκος Medium diacritics: ἄρακος Low diacritics: άρακος Capitals: ΑΡΑΚΟΣ
Transliteration A: árakos Transliteration B: arakos Transliteration C: arakos Beta Code: a)/rakos

English (LSJ)

[ᾰρ], ὁ, a leguminous plant,

   A wild chickling, Lathyrus annuus, Ar.Fr.412c, BGU636.12 (i A. D.), Gal.6.524.    II neut., ἄ. τὸ τραχὺ καὶ σκληρόν, a variety which grew as a weed among lentils, Thphr.HP8.8.3.    III Tyrrhen. word for ἱέραξ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 343] ὁ, eine Hülsenfrucht, die unter den Linsen als Unkraut wächst, τραχὺ καὶ σκληρόν Theophr.; Diosc.; neben πυροὶ καὶ πτισάνη Ar. bei Galen.; nach Hes. = λάθυρος; – nach Galen. auch ἄραχος geschrieben.

French (Bailly abrégé)

[ᾰᾰ] ου (ὁ),
gesse, sorte de pois chiche à deux fruits (lathyrus amphicarpus L.), AR. fr. 364 ; TH. H.P. 8, 8, 3.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): ἄραχος IG 9(2).1202 (Lorope, Magnesia VI/V a.C.), Gal.6.541

• Prosodia: [ᾰρᾰ-]

• Morfología: [neutr. Thphr.HP 8.8.3]
1 guija anual, almorta anual, Lathyrus annuus L., utilizada en una comida sacrificial IG l.c., en la alimentación humana y como medicina, pero fundamentalmente como forraje, Ar.Fr.428, clasificada como legumbre, Gal.6.524, cf. Orib.4.8.18.
2 especie de algarroba, algarrobilla, veza o arveja, Vitia sativa L., sub-especie amphicarpa Asch. et Graeba o Vitia sibthorpii Boiss., igual que la ἀραχίδνη, de raíces muy desarrolladas y poco follaje, Plin.HN 21.89, ἄρακος τὸ τραχὺ καὶ σκληρόν que crece en los campos de lentejas, Thphr.l.c., cf. Gal.6.541, frec. en pap. (pero dud. si 1) ἄρακος ξηρός PMich.Zen.31.16 (III a.C.), σπορὰ ἀράκου BGU 636.12 (I d.C.), κόπτρα ἀράκου PLond.1171.62 (I a.C.), ξυλαμῆσαι ... ἀράκῳ POxy.3488.12, 22 (I d.C.), PSI 1029.12 (I d.C.), cf. PKöln 140.7, 17 (III a.C.), SB 4369a.1 (III a.C.), BGU 993.3.12 (II a.C.), PFlor.194.32 (III d.C.), 281.16 (VI d.C.).

• Etimología: Prob. término minorasiático.

Spanish (DGE)

ἱέραξ. Τυρρηνοί Hsch.

Greek Monolingual

ἄρακος, ο (Α)
είδος οσπρίου, αρακάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ. arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].

Russian (Dvoretsky)

ἄρᾰκος: ὁ бот. чина Arph.