ἀριστεροστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aristerostatis
|Transliteration C=aristerostatis
|Beta Code=a)risterosta/ths
|Beta Code=a)risterosta/ths
|Definition=[<b class="b3">ᾰρ] [τᾰ], ου, ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">standing on the left</b>, esp. in the Trag. chorus, <span class="bibl">Cratin.215</span>, Aristid.2.161 J.</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰρ] [τᾰ], ου, ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[standing on the left]], esp. in the Trag. chorus, <span class="bibl">Cratin.215</span>, Aristid.2.161 J.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:19, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεροστάτης Medium diacritics: ἀριστεροστάτης Low diacritics: αριστεροστάτης Capitals: ΑΡΙΣΤΕΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: aristerostátēs Transliteration B: aristerostatēs Transliteration C: aristerostatis Beta Code: a)risterosta/ths

English (LSJ)

[ᾰρ] [τᾰ], ου, ὁ,

   A standing on the left, esp. in the Trag. chorus, Cratin.215, Aristid.2.161 J.

German (Pape)

[Seite 352] ὁ, zur Linken stehend, Anführer des linken Halbchors, Aristid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστεροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πρὸς ἀριστερὰ ἱστάμενος, «ἀριστεροστάτης ἐν τῷ κωμικῷ καλεῖται χορῷ, ὁ δὲ τῷ τραγικῷ μέσος ἀριστεροῦ, Κρατῖνος Σεριφίοις» Α. Β. 444, 16, Ἀριστείδ. 2. 161.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-, -ᾰ-]
persona que está en la parte izquierda del coro, Cratin.229, Aristid.Or.3.154.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριστεροστάτης)
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που στέκεται στην αριστερή μεριά του πυροβόλου
αρχ.
(ειδικά στον χορό του αρχαίου δράματος) αυτός που στέκεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στάτης < ίστημι «στήνω, στέκω, μένω σταθερός»].