ἀρράβδωτος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρράβδωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ραβδώσεις.
|mltxt=[[ἀρράβδωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ραβδώσεις.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρράβδωτος:''' не полосатый (ὄστρακα Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρράβδωτος Medium diacritics: ἀρράβδωτος Low diacritics: αρράβδωτος Capitals: ΑΡΡΑΒΔΩΤΟΣ
Transliteration A: arrábdōtos Transliteration B: arrabdōtos Transliteration C: arravdotos Beta Code: a)rra/bdwtos

English (LSJ)

ον,

   A not ribbed, Arist.HA528a26, Fr.304; of columns, not fluted, IG1.322.55 (ἀρά-), 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρράβδωτος: -ον, ὁ μὴ ῥαβδωτός, ἔστι δὲ ὁ μὲν κτεὶς (τὸ χτένι) τραχυόστρακος ῥαβδωτός, τὸ δὲ τῆθος ἀρράβδωτον λειόστρακον Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 6, Ἀποσπ. 287· ἐπὶ κιόνων, ὁ ἄνευ ῥαβδώσεων, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 55, 65.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἀρά- IG 13.474.55 (V a.C.)
que no tiene acanaladuras o estrías de algunos moluscos, Arist.HA 528a26, Fr.304, de columnas IG l.c., 65, 66.

Greek Monolingual

ἀρράβδωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ραβδώσεις.

Russian (Dvoretsky)

ἀρράβδωτος: не полосатый (ὄστρακα Arst.).