ἀστοιχείωτος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο [[στοιχειώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από [[στοιχειό]] («γεφύρι αστοίχειωτο»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει μεταβληθεί σε [[στοιχειό]].
|mltxt=-η, -ο [[στοιχειώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από [[στοιχειό]] («γεφύρι αστοίχειωτο»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει μεταβληθεί σε [[στοιχειό]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀστοιχείωτος]], -ον)<br />όποιος δεν κατέχει [[ούτε]] τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] δαμαστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[στοιχειώ]] «[[διδάσκω]] τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστοιχείωτος Medium diacritics: ἀστοιχείωτος Low diacritics: αστοιχείωτος Capitals: ΑΣΤΟΙΧΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: astoicheíōtos Transliteration B: astoicheiōtos Transliteration C: astoicheiotos Beta Code: a)stoixei/wtos

English (LSJ)

ον,

   A ignorant of the first elements, Ph.1.337.

German (Pape)

[Seite 376] in den Elementen unwissend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστοιχείωτος: -ον, ἀγνοῶν τὰ πρῶτα στοιχεῖα, εἰσαγαγών ἡμᾶς οἷα παῖδας ἄρτι μανθάνειν ἀρχομένους διὰ τῶν σοφίας δογμάτων καὶ θεωρημάτων καὶ μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας ἐν ὑψηλῷ καὶ οὐρανίῳ λόγῳ καταφύτευσον Φίλων 1. 337˙ ἐπὶ πώλων, ὁ μὴ ἔτι δαμασθείς, τὰ σκληρὰ καὶ ἀστοιχείωτα τῶν ἀλόγων ζῴων χαλινοῖς περιτρέπουσιν Κύριλλ. Ἀλ. κ. 2. σ. 33: τὸ παθ. ῥῆμ. ἀστοιχειόομαι, εὕρηται παρὰ τῷ Οἰκουμ. εἰς Ἀποκ. σ. 315, 29.

Spanish (DGE)

-ον
I que ignora los primeros elementos de pers. μὴ ἀστοιχειώτους ἐάσας no dejándonos en la total ignorancia Ph.1.337
de anim. indómito, no amaestrado Cyr.Al.M.71.61B.
2 carente de un elemento o letra Ἰλιάδα λειπογράμματον ἤτοι ἀστοιχείωτον de la Iliada de Nestor de Laranda, compuesta sin utilizar la letra α, Sud.s.u. Νέστωρ.

Greek Monolingual

-η, -ο στοιχειώνω
1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο»)
2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀστοιχείωτος, -ον)
όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης
αρχ.
αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»].