ατέω: Difference between revisions

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀτέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αψηφώ]], [[περιφρονώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Μουσέων ἀτέει» — διαπράττει [[αμάρτημα]] σε [[βάρος]] των Μουσών<br /><b>3.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἀτέων</i><br />[[παράφορος]], [[εκτός]] [[εαυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (<i>ατέοντα</i> στον Όμηρο και <i>ατέοντες</i> στον Ηρόδοτο), ενώ στον Καλλίμαχο μαρτυρείται και οριστική <i>ατέει</i>. Η ετυμολόγηση του τ. ως μετονοματικού παραγώγου του <i>ᾱτη</i> προκαλεί, λόγω του αρχικού α του [[ατέω]], δυσχέρειες, που, [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορούν να αρθούν αν ο [[ομηρικός]] τ. <i>ατέοντα</i> διαβαστεί με [[συνίζηση]] του -<i>εο</i>- ως <i>ᾱτέοντα</i> ή <i>α</i>(<i>F</i>)<i>ατέοντα</i>. 'Αλλοι συνδέουν τη λ. με τον τ. <i>ατη</i> του Αρχιλόχου, που πιθ. αποτελεί μεταγενέστερη [[διόρθωση]] ή εσφαλμένο τ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατάσθαλος]], <i>άτη</i>), ενώ ο [[συσχετισμός]] με το ρ. <i>ατύζω</i> «[[τρομάζω]], [[καταπλήσσω]]» δεν δικαιολογείται σημασιολογικά].
|mltxt=[[ἀτέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αψηφώ]], [[περιφρονώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Μουσέων ἀτέει» — διαπράττει [[αμάρτημα]] σε [[βάρος]] των Μουσών<br /><b>3.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἀτέων</i><br />[[παράφορος]], [[εκτός]] [[εαυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (<i>ατέοντα</i> στον Όμηρο και <i>ατέοντες</i> στον Ηρόδοτο), ενώ στον Καλλίμαχο μαρτυρείται και οριστική <i>ατέει</i>. Η ετυμολόγηση του τ. ως μετονοματικού παραγώγου του <i>ᾱτη</i> προκαλεί, λόγω του αρχικού α του [[ατέω]], δυσχέρειες, που, [[κατά]] μία [[άποψη]], μπορούν να αρθούν αν ο [[ομηρικός]] τ. <i>ατέοντα</i> διαβαστεί με [[συνίζηση]] του -<i>εο</i>- ως <i>ᾱτέοντα</i> ή <i>α</i>(<i>F</i>)<i>ατέοντα</i>. 'Αλλοι συνδέουν τη λ. με τον τ. <i>ατη</i> του Αρχιλόχου, που πιθ. αποτελεί μεταγενέστερη [[διόρθωση]] ή εσφαλμένο τ. (πρβλ. [[ατάσθαλος]], <i>άτη</i>), ενώ ο [[συσχετισμός]] με το ρ. <i>ατύζω</i> «[[τρομάζω]], [[καταπλήσσω]]» δεν δικαιολογείται σημασιολογικά].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀτέω (Α)
1. αψηφώ, περιφρονώ
2. φρ. «Μουσέων ἀτέει» — διαπράττει αμάρτημα σε βάρος των Μουσών
3. (μτχ.) ἀτέων
παράφορος, εκτός εαυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (ατέοντα στον Όμηρο και ατέοντες στον Ηρόδοτο), ενώ στον Καλλίμαχο μαρτυρείται και οριστική ατέει. Η ετυμολόγηση του τ. ως μετονοματικού παραγώγου του ᾱτη προκαλεί, λόγω του αρχικού α του ατέω, δυσχέρειες, που, κατά μία άποψη, μπορούν να αρθούν αν ο ομηρικός τ. ατέοντα διαβαστεί με συνίζηση του -εο- ως ᾱτέοντα ή α(F)ατέοντα. 'Αλλοι συνδέουν τη λ. με τον τ. ατη του Αρχιλόχου, που πιθ. αποτελεί μεταγενέστερη διόρθωση ή εσφαλμένο τ. (πρβλ. ατάσθαλος, άτη), ενώ ο συσχετισμός με το ρ. ατύζω «τρομάζω, καταπλήσσω» δεν δικαιολογείται σημασιολογικά].