ἀτέω

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέω Medium diacritics: ἀτέω Low diacritics: ατέω Capitals: ΑΤΕΩ
Transliteration A: atéō Transliteration B: ateō Transliteration C: ateo Beta Code: a)te/w

English (LSJ)

[ᾰ], part. ἀτέων demented, reckless, c. gen., θεῶν defying the gods, Il.20.332 (Aristarch.); Μουσέων Call.Fr.537: abs., Hdt.7.223.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ]
ofuscarse, desvariar τίς σ' ... θεῶν ἀτέοντα κελεύει ... μάχεσθαι ¿quién de los dioses a ti ofuscado te impulsa a luchar?, Il.20.332, παραχρεώμενοί τε καὶ ἀτέοντες Hdt.7.223, Μουσέων κενὸς ἀνὴρ ἀτέει el hombre vacío de Musas desvaría Call.Fr.633 (pero tb. entendido c. gen. dep. del verbo ser insensible a las Musas).
• Etimología: Quizá denominativo de ἄτη q.u., pero la α breve plantea problemas. Tb. se puede pensar en un ἄτη c. α- breve distinto de τη, sin etim. conocida.

German (Pape)

[Seite 385] nur partic. ἀτέων, bethört, der besinnungslos ins Verderben stürzt, Il. 20, 332; Her. 7, 223; Callim. beim Schol. Il. l. l. κεῖνος ἀνὴρ Μουσέων ἀτέει.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir l'esprit égaré, être insensé.
Étymologie: ἄτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέω: [ᾰ], Ἰλ. Υ. 332, Ἡρόδ. 7. 223, εἰς ἀμφότερα τὰ χωρία κατὰ μετοχ. ἀτέων, δαιμονιῶν, θεόληπτος, παράφορος, ἔξω φρενῶν, Αἰνεία, τίς σ' ὧδε θεῶν ἀτέοντα κελεύει ἀντία Πηλεΐωνος... μάχεσθαι…, Ἰλ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) μετὰ γεν., ἁμαρτάνω ἐναντίον τινός, Μουσέων κεῖνος ἀνήρ ἀτέει Καλλ. Ἀποσπ. 471. - Ἐν ἐπιγραφῇ Γόρτ. Κρήτ. Comp. 152V11 καὶ 1557 φαίνεται ἡ λέξις ἔχουσα τὴν σημ.: ἐπιβάλλω πρόστιμον, προσέτι, νικῶ.

Greek Monolingual

ἀτέω (Α)
1. αψηφώ, περιφρονώ
2. φρ. «Μουσέων ἀτέει» — διαπράττει αμάρτημα σε βάρος των Μουσών
3. (μτχ.) ἀτέων
παράφορος, εκτός εαυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Χρησιμοποιείται η μτχ. του ρ. (ατέοντα στον Όμηρο και ατέοντες στον Ηρόδοτο), ενώ στον Καλλίμαχο μαρτυρείται και οριστική ατέει. Η ετυμολόγηση του τ. ως μετονοματικού παραγώγου του ᾱτη προκαλεί, λόγω του αρχικού α του ατέω, δυσχέρειες, που, κατά μία άποψη, μπορούν να αρθούν αν ο ομηρικός τ. ατέοντα διαβαστεί με συνίζηση του -εο- ως ᾱτέοντα ή α(F)ατέοντα. 'Αλλοι συνδέουν τη λ. με τον τ. ατη του Αρχιλόχου, που πιθ. αποτελεί μεταγενέστερη διόρθωση ή εσφαλμένο τ. (πρβλ. ατάσθαλος, άτη), ενώ ο συσχετισμός με το ρ. ατύζω «τρομάζω, καταπλήσσω» δεν δικαιολογείται σημασιολογικά].

Greek Monotonic

ἀτέω: [ᾰ], σε μτχ. ἀτέων, παράτολμος, παραφορός, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

in part. ἀτέων, fool-hardy, reckless, Il., Hdt.