ἀσυγγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσυγγνώμων]], -ον (Α) [[συγγνώμων]]<br />αυτός που δεν δίνει [[συγγνώμη]], ο [[αδυσώπητος]].
|mltxt=[[ἀσυγγνώμων]], -ον (Α) [[συγγνώμων]]<br />αυτός που δεν δίνει [[συγγνώμη]], ο [[αδυσώπητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυγγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που δεν συγχωρεί, [[αμείλικτος]], [[ανηλεής]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγγνώμων Medium diacritics: ἀσυγγνώμων Low diacritics: ασυγγνώμων Capitals: ΑΣΥΓΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: asyngnṓmōn Transliteration B: asyngnōmōn Transliteration C: asyggnomon Beta Code: a)suggnw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A not pardoning, merciless, D.21.100, Plu.2.59e: irreg. Sup. -έστατος Phint. ap. Stob.4.23.61.

German (Pape)

[Seite 379] ον, nicht verzeihend, unbarmherzig Dem. 21, 100; Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui ne pardonne pas, inexorable.
Étymologie: ἀ, συγγνώμων.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
que no perdona, inexorable οὐδεὶς γάρ ἐστι δίκαιος τυγχάνειν ... συγγνώμης τῶν ἀσυγγνωμόνων D.21.100, cf. Phint.153, Plu.2.59d.

Greek Monolingual

ἀσυγγνώμων, -ον (Α) συγγνώμων
αυτός που δεν δίνει συγγνώμη, ο αδυσώπητος.

Greek Monotonic

ἀσυγγνώμων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που δεν συγχωρεί, αμείλικτος, ανηλεής, σε Δημ.