άτεγκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεγκτος]], -ον)<br />(για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανεπηρέαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς [[ἄτεγκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεγκτος]], -ον)<br />(για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανεπηρέαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς [[ἄτεγκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τεγκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τέγγω]] «[[υγραίνω]], [[μουσκεύω]], [[μαλακώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτεγκτος, -ον)
(για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος
νεοελλ.
ανεπηρέαστος
αρχ.
αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»].