αὐλῳδικός: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐλῳδικός]], -ή, -όν (Α) [[αυλῳδία]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[αυλωδία]]. | |mltxt=[[αὐλῳδικός]], -ή, -όν (Α) [[αυλῳδία]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[αυλωδία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐλῳδικός:''' Plut. = [[αὐλητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to αὐλῳδία, νόμοι ib.1132c, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλῳδικός: -ή, -όν, ὁ τῆς αὐλῳδίας, ὁ ἀνήκων εἰς αὐλωδίαν, Πλούτ. 2. 1132C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’art de jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλῳδός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
tocado a la flauta νόμοι Plu.2.1132c, d, f, 1133a, 1134d.
Greek Monolingual
αὐλῳδικός, -ή, -όν (Α) αυλῳδία
αυτός που αναφέρεται στην αυλωδία.
Russian (Dvoretsky)
αὐλῳδικός: Plut. = αὐλητικός.