αυτονομούμαι: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α | |mltxt=(Α αὐτονομοῦμαι, -έομαι) [[αυτόνομος]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[αυτόνομος]], [[ανεξάρτητος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
(Α αὐτονομοῦμαι, -έομαι) αυτόνομος
είμαι ή γίνομαι αυτόνομος, ανεξάρτητος.