αυτοτελής: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[αὐτοτελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] αφεαυτού, [[αυτάρκης]]<br /><b>2.</b> [[ανεξάρτητος]], [[αυθύπαρκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, [[επαρκής]], [[αυτοσυντήρητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει [[μόνος]] τις υποχρεώσεις του<br /><b>4.</b> [[ανέκκλητος]], [[τελεσίδικος]]<br /><b>5.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την απόλυτη [[εξουσία]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατελής]], [[ευτελής]], [[ισοτελής]], [[υποτελής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-ές (AM [[αὐτοτελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] αφεαυτού, [[αυτάρκης]]<br /><b>2.</b> [[ανεξάρτητος]], [[αυθύπαρκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, [[επαρκής]], [[αυτοσυντήρητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει [[μόνος]] τις υποχρεώσεις του<br /><b>4.</b> [[ανέκκλητος]], [[τελεσίδικος]]<br /><b>5.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την απόλυτη [[εξουσία]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] (πρβλ. [[ατελής]], [[ευτελής]], [[ισοτελής]], [[υποτελής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ές (AM αὐτοτελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης
2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτοδύναμος
2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος
3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις υποχρεώσεις του
4. ανέκκλητος, τελεσίδικος
5. αυτός που έχει την ικανότητα ή την απόλυτη εξουσία να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τελής < τέλος (πρβλ. ατελής, ευτελής, ισοτελής, υποτελής κ.ά.)].