βαρυβρώς: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυβρώς]] (-ῶτος), ο, η (Α)<br /><b>φρ.</b> «βαρυβρὼς [[στόνος]]» — [[στεναγμός]] που κατατρώει τον άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλιβρώς]], [[ημιβρώς]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[βαρυβρώς]] (-ῶτος), ο, η (Α)<br /><b>φρ.</b> «βαρυβρὼς [[στόνος]]» — [[στεναγμός]] που κατατρώει τον άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βρως</i> <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλιβρώς]], [[ημιβρώς]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠβρώς:''' ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρώς Medium diacritics: βαρυβρώς Low diacritics: βαρυβρώς Capitals: ΒΑΡΥΒΡΩΣ
Transliteration A: barybrṓs Transliteration B: barybrōs Transliteration C: varyvros Beta Code: barubrw/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. βρῶτος,

   A gnawing, corroding, στόνος S.Ph.695(lyr.).

German (Pape)

[Seite 433] στόνος, stark fressend, heftig quälend, Soph. Phil. 688.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρώς: ὁ, ἡ, κατατρώγων, φθείρων, στόνος Σοφ. Φ, 695.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ἡ, ὁ)
qui dévore cruellement.
Étymologie: βαρύς, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρώς) -ῶτος adj. gravemente devorador στόνος S.Ph.695.

Greek Monolingual

βαρυβρώς (-ῶτος), ο, η (Α)
φρ. «βαρυβρὼς στόνος» — στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρώς: ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.