βασιλείδιον: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασιλείδιον]], το (Α) [[βασιλεύς]]<br />[[μικρόσωμος]] [[βασιλιάς]]. | |mltxt=[[βασιλείδιον]], το (Α) [[βασιλεύς]]<br />[[μικρόσωμος]] [[βασιλιάς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰσῐλείδιον:''' τό, υποκορ. του [[βασιλεύς]], [[μικρός]] [[βασιλιάς]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of βασιλεύς,
A tiny king, Plu.Ages.2.
German (Pape)
[Seite 436] τό, dim. von βασιλεύς, kleiner König, Plut. Ages. 2.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλείδιον: τό,ὑποκορ. τοῦ βασιλεύς, μικρὸς βασιλεύς, Πλούτ. Ἀγησ.2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit roi, roi de petite taille.
Étymologie: dim. de βασιλεύς.
Spanish (DGE)
-ου, τό
rey pequeño de estatura reyecito οὐ γὰρ βασιλεῖς, ἔφασαν, ἄμμιν ἀλλὰ βασιλείδια γεννάσει ref. a la descendencia de Arquidamo, Thphr.Fr.141, cf. Plu.2.1d.
Greek Monolingual
βασιλείδιον, το (Α) βασιλεύς
μικρόσωμος βασιλιάς.
Greek Monotonic
βᾰσῐλείδιον: τό, υποκορ. του βασιλεύς, μικρός βασιλιάς, σε Πλούτ.