βαττολογώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM βαττολογῶ, -έω)<br />[[φλυαρώ]], λέω τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βαττολογώ]], που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται <span style="color: red;"><</span> [[βαττολόγος]], αποτελεί λ. ηχομιμητική ( | |mltxt=(AM βαττολογῶ, -έω)<br />[[φλυαρώ]], λέω τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βαττολογώ]], που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται <span style="color: red;"><</span> [[βαττολόγος]], αποτελεί λ. ηχομιμητική ([[πρβλ]]. διπλό -<i>ττ</i>-) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το [[βαττολογώ]] προέρχεται από το <i>bata</i>-, ονοματοποιημένο [[στοιχείο]] που εκφράζει παιδικό [[τραύλισμα]] ή [[έκπληξη]] ([[πρβλ]]. και λ. [[βατταρίζω]]), <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]. Χωρίς ισχυρή [[βάση]] θεωρείται η [[υπόθεση]], σύμφωνα με την οποία το [[βαττολογώ]] προήλθε με [[απλολογία]] <span style="color: red;"><</span> <i>βατταλολογώ</i>, νόθο συνθ. <span style="color: red;"><</span> <b>(αραμ.)</b> <i>baţţal</i> «[[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[τέλος]], ο τ. θεωρείται ότι προήλθε με συμφυρμό <span style="color: red;"><</span> [[βατταρίζω]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] (<span style="color: red;"><</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:23, 23 August 2021
Greek Monolingual
(AM βαττολογῶ, -έω)
φλυαρώ, λέω τα ίδια και τα ίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαττολογώ, που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται < βαττολόγος, αποτελεί λ. ηχομιμητική (πρβλ. διπλό -ττ-) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το βαττολογώ προέρχεται από το bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βατταρίζω), + -λόγος < λέγω. Χωρίς ισχυρή βάση θεωρείται η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία το βαττολογώ προήλθε με απλολογία < βατταλολογώ, νόθο συνθ. < (αραμ.) baţţal «κενός» + -λόγος < λέγω. Κατ' άλλη άποψη, τέλος, ο τ. θεωρείται ότι προήλθε με συμφυρμό < βατταρίζω + -λογώ (< -λόγος < λέγω)].