βαρυφωνία: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρυφωνία]] και <b>ιων. τ.</b> -ίη, η (Α) [[βαρύφωνος]]<br />το να έχει [[κανείς]] [[βαριά]] [[φωνή]], με χαμηλούς φθόγγους. | |mltxt=[[βαρυφωνία]] και <b>ιων. τ.</b> -ίη, η (Α) [[βαρύφωνος]]<br />το να έχει [[κανείς]] [[βαριά]] [[φωνή]], με χαμηλούς φθόγγους. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρυφωνία:''' ἡ низкий тембр Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A deepness of voice, a bass voice, Hp.Aër.8, Alex.311, Arist.GA786b35.
German (Pape)
[Seite 435] ἡ. tiefe Stimme, Hippocr.; Arist. gen. an. 5, 7; Alexis Poll. 2, 112.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠφωνία: ἡ, βαρύτης ἢ βάθος φωνῆς , τὸ νὰ εἶναί τις βᾰρύφωνος, Ἵππ. π. Ἀέρ.285,Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 51, Ἀριστ. π. Ζ.Γ.5.7,9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): βαρυφωνίη Hp.Aër.8
voz grave Hp.l.c., Alex.311, Arist.GA 786b35.
Greek Monolingual
βαρυφωνία και ιων. τ. -ίη, η (Α) βαρύφωνος
το να έχει κανείς βαριά φωνή, με χαμηλούς φθόγγους.
Russian (Dvoretsky)
βαρυφωνία: ἡ низкий тембр Arst.