βολίτινος: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βολίτινος]], -η, -ον (Α) [[βόλιτον]], -<i>ος</i>]<br />ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών. | |mltxt=[[βολίτινος]], -η, -ον (Α) [[βόλιτον]], -<i>ος</i>]<br />ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βολίτινος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από [[κοπριά]] βοδιών, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of cow-dung, Ar.Ra.295; σκέλος Cratin.inc.17 Mein.
German (Pape)
[Seite 452] aus Koth, Ar. Ran. 295.
Greek (Liddell-Scott)
βολίτινος: -η, -ον, ὁ ἐκ κόπρου βοῶν κατεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Βατρ. 295.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de fiente de vache, de bouse.
Étymologie: βόλιτον.
Spanish (DGE)
-η, -ον de estiércol σκέλος ref. a la Empusa, Ar.Ra.295.
Greek Monolingual
βολίτινος, -η, -ον (Α) βόλιτον, -ος]
ο κατασκευασμένος από κόπρο βοδιών.
Greek Monotonic
βολίτινος: -η, -ον, κατασκευασμένος από κοπριά βοδιών, σε Αριστοφ.