βρώμη: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(7) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[βρώμη]], η (Α) [[βιβρώσκω]]<br />το [[βρώμα]], η [[τροφή]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> [[βρόμη]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[βρώμη]], η (Α) [[βιβρώσκω]]<br />το [[βρώμα]], η [[τροφή]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> [[βρόμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βρώμη:''' ἡ (βι-βρώσκω) = [[βρῶμα]], [[φαγητό]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (βιβρώσκω)
A = βρῶμα, Od.10.460, Nic.Al.499, A.R.3.1058, Opp.C.2.352.
German (Pape)
[Seite 467] ἡ, Speise, Hom. fünfmal, Odyss. 10, 177. 379. 460. 12, 23. 302. – Sp. D., z. B. Opp. Cyn. 2, 352.
Greek (Liddell-Scott)
βρώμη: ἡ, (βιβρώσκω) = βρῶμα, τροφή, Ὀδ. Κ. 460, Ὀππ. Κ. 2. 352.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nourriture.
Étymologie: βιβρώσκω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
comida μνησόμεθα βρώμης Od.10.177, cf. h.Cer.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.Acut.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Od.10.460, 12.23, 302, op. ποτής Od.10.379, cf. Nic.Al.499, Opp.C.2.352.
Greek Monolingual
(I)
βρώμη, η (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.———————— (II)
η
βλ. βρόμη.