βρύο: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και βρύος, ο (AM [[βρύον]])<br />[[σποριόφυτο]] του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βρύω]] ή ρηματικό όνομα [[αυτού]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θύω</i>, [[θύον]]). Γι' αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη [[ετυμολογία]]. Τις συνέδεσαν με λατ. <i>frutex</i> «[[θάμνος]], [[κλαδί]], [[κορμός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>kr</i><i>ū</i><i>t</i> «[[χόρτο]], [[λάχανο]]». Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι από τη λ. [[βρύον]] προήλθε και το σύνθετο <i>έμβρυον</i>].
|mltxt=το και βρύος, ο (AM [[βρύον]])<br />[[σποριόφυτο]] του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βρύω]] ή ρηματικό όνομα [[αυτού]] ([[πρβλ]]. <i>θύω</i>, [[θύον]]). Γι' αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη [[ετυμολογία]]. Τις συνέδεσαν με λατ. <i>frutex</i> «[[θάμνος]], [[κλαδί]], [[κορμός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>kr</i><i>ū</i><i>t</i> «[[χόρτο]], [[λάχανο]]». Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι από τη λ. [[βρύον]] προήλθε και το σύνθετο <i>έμβρυον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το και βρύος, ο (AM βρύον)
σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βρύω ή ρηματικό όνομα αυτού (πρβλ. θύω, θύον). Γι' αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Τις συνέδεσαν με λατ. frutex «θάμνος, κλαδί, κορμός», αρχ. άνω γερμ. krūt «χόρτο, λάχανο». Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη λ. βρύον προήλθε και το σύνθετο έμβρυον].