γερόντιο: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(8)
(1b)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[γερόντιον]])<br />[[γεροντάκι]], γεράκος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γερουσία]] τών Καρχηδονίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[γέρων]] (-<i>οντος</i>)].
|mltxt=το (AM [[γερόντιον]])<br />[[γεροντάκι]], γεράκος<br /><b>αρχ.</b><br />η [[γερουσία]] τών Καρχηδονίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[γέρων]] (-<i>οντος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''γερόντιο:''' в произнош. скифа Arph. = [[γερόντιον]] 1.
}}
}}

Latest revision as of 18:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 486] sagt der Schthe Ar. Th. 1199 für

Greek Monolingual

το (AM γερόντιον)
γεροντάκι, γεράκος
αρχ.
η γερουσία τών Καρχηδονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γέρων (-οντος)].

Russian (Dvoretsky)

γερόντιο: в произнош. скифа Arph. = γερόντιον 1.