γενναιοπρεπῶς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(8)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γενναιοπρεπῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />όπως αρμόζει στους γενναίους, γενναία.
|mltxt=[[γενναιοπρεπῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />όπως αρμόζει στους γενναίους, γενναία.
}}
{{elru
|elrutext='''γενναιοπρεπῶς:''' по-благородному Arph.
}}
}}

Revision as of 11:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 483] wie es einem Edlen ziemt, Ar. Pax 988.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme il convient à un être bien né.
Étymologie: γενναῖος, πρέπω.

Spanish (DGE)

adv. con toda nobleza, sin falsos reparos ἀπόφηνον ὅλην σαυτὴν γ. τοῖσιν ἐρασταῖς Ar.Pax 988.

Greek Monolingual

γενναιοπρεπῶς επίρρ. (Α)
όπως αρμόζει στους γενναίους, γενναία.

Russian (Dvoretsky)

γενναιοπρεπῶς: по-благородному Arph.