γερούσιος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γερούσιος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. [[γερούσιος]] οϊνος» — το παλιό και καλό [[κρασί]] που πίνουν μόνο οι αρχηγοί<br />β. «[[γερούσιος]] [[ὅρκος]]» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γερόντ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέρων]]. | |mltxt=[[γερούσιος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. [[γερούσιος]] οϊνος» — το παλιό και καλό [[κρασί]] που πίνουν μόνο οι αρχηγοί<br />β. «[[γερούσιος]] [[ὅρκος]]» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γερόντ</i>-<i>ιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέρων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γερούσιος:''' -α, -ον ([[γέρων]]), αυτός που έχει [[σχέση]] ή αρμόζει στους πρεσβύτερους ή στους αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[γερούσιος]] [[ὅρκος]], ο όρκος τον οποίο δίνουν οι αρχηγοί, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A for or befitting the γέροντες, γ. οἶνος wine drunk only by the chiefs, Il.4.259, Od.13.8; γ. ὅρκος an oath taken by them, Il.22.119; γερούσιον, τό, perquisite of chiefs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 486] von γέρων, entstanden aus γερόντσιοσ oder γερόντιοσ; = was den γέροντες, d. h. den Vorstehern, den Aeltesten der Gemeinde, den Anführern des Volkes zukommt oder angehört; Hom. dreimal, den vierten Fuß schließend: Odyss. 13, 8 Iliad. 4, 259 γερούσιον αἴθοπα οἶνον Versende, den Ehrenwein, welchen die Geronten beim Könige trinken, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 19; Iliad. 22, 119 Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισθε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν, die Aeltesten der Gemeinde sollen einen Eid leisten.
Greek (Liddell-Scott)
γερούσιος: -α, -ον, ὁ προωρισμένος ἢ ἁρμόδιος διὰ τοὺς γέροντας, γ. οἶνος, ὃν πίνουσι μόνον οἱ ἀρχηγοί, Ἰλ. Δ. 259· γ. ὅρκος, ὃν δίδουσιν οἱ ἀρχηγοί, Χ. 119.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les vieillards : γερούσιος οἶνος IL, OD vin d’honneur qu’on versait aux vieillards, càd aux chefs ; γερούσιος ὅρκος IL serment que prononçaient les vieillards, càd les chefs.
Étymologie: γέρων.
English (Autenrieth)
pertaining to the council of the elders, senatorial; οἶνος, Od. 13.8; ὅρκος, Il. 22.119.
Spanish (DGE)
-α, -ον
propio del que tiene privilegio, de honor οἶνος Il.4.259, Od.13.8, ὅρκος juramento prestado por los nobles, Il.22.119.
Greek Monolingual
γερούσιος, -α, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες, δηλ. τους αρχηγούς (α. γερούσιος οϊνος» — το παλιό και καλό κρασί που πίνουν μόνο οι αρχηγοί
β. «γερούσιος ὅρκος» — ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερόντ-ιος < γέρων.
Greek Monotonic
γερούσιος: -α, -ον (γέρων), αυτός που έχει σχέση ή αρμόζει στους πρεσβύτερους ή στους αρχηγούς, σε Ομήρ. Ιλ.· γερούσιος ὅρκος, ο όρκος τον οποίο δίνουν οι αρχηγοί, στο ίδ.