γλυκύτητα: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(8)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γλυκότητα]] και γλυκότη, η (AM [[γλυκύτης]], Μ και [[γλυκύτητα]] και γλυκότης και [[γλυκότητα]])<br /><b>1.</b> γλυκιά [[γεύση]], [[γλύκα]]<br /><b>2.</b> [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[γλυκύτητα]] στους τρόπους, ευγενική [[συμπεριφορά]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ερωτική [[ηδονή]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>3.</b> ευχάριστο, μελωδικό [[άκουσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τοπίο]]) [[ηρεμία]], [[γαλήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλυκύτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]] και ο τ. <i>γλυκότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκός]] ή [[γλύκα]]].
|mltxt=και [[γλυκότητα]] και γλυκότη, η (AM [[γλυκύτης]], Μ και [[γλυκύτητα]] και γλυκότης και [[γλυκότητα]])<br /><b>1.</b> γλυκιά [[γεύση]], [[γλύκα]]<br /><b>2.</b> [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[γλυκύτητα]] στους τρόπους, ευγενική [[συμπεριφορά]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ερωτική [[ηδονή]]<br /><b>2.</b> [[ευτυχία]]<br /><b>3.</b> ευχάριστο, μελωδικό [[άκουσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[τοπίο]]) [[ηρεμία]], [[γαλήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλυκύτης]] <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]] και ο τ. <i>γλυκότης</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκός]] ή [[γλύκα]]].
}}
{{trml
|trtx====[[sweetness]]===
Afrikaans: soetheid; Albanian: ëmbëlsi; Arabic: حَلَاوَةٌ‎; Aromanian: dultseatsã; Asturian: dulzura; Azerbaijani: şirinlik; Bulgarian: сладост; Catalan: dolçor; Chinese Mandarin: 甜味; Crimean Tatar: tatlılıq; Czech: sladkost; Danish: sødme; Dutch: [[zoetheid]]; Esperanto: dolĉeco; Finnish: makeus; Franco-Provençal: dóuçor; Galician: dozura; Georgian: სიტკბო, სიტკბოება; German: [[Süßigkeit]]; Greek: [[γλυκύτητα]]; Ancient Greek: [[γλυκύτης]]; Hebrew: מתיקות‎; Hungarian: édesség; Icelandic: sætleik; Italian: [[dolcezza]]; Japanese: 甘さ; Kazakh: тәттілік; Kyrgyz: таттуулук; Latin: [[dulcedo]], [[dulcitas]], [[dulcitudo]], [[dulcor]], [[mellinia]], [[suavitas]]; Latvian: saldums; Malay: manis; Norwegian Bokmål: sødme, søthet; Nynorsk: søtleik; Occitan: doçor; Old English: swētnes; Polish: słodycz; Portuguese: [[doçura]]; Romanian: dulceață; Russian: [[сладость]]; Serbo-Croatian: slatkòća; Spanish: [[dulzura]], [[dulzor]], [[melosidad]], [[dulcedumbre]]; Swedish: sötma; Tatar: татлылык; Thai: ความหวาน; Turkish: tatlılık; Ukrainian: солодкість; Uzbek: totlilik; Welsh: melyster; Yiddish: זיסקײַט‎
}}
}}

Revision as of 13:32, 13 May 2023

Greek Monolingual

και γλυκότητα και γλυκότη, η (AM γλυκύτης, Μ και γλυκύτητα και γλυκότης και γλυκότητα)
1. γλυκιά γεύση, γλύκα
2. απόλαυση, ευχαρίστηση
3. γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενική συμπεριφορά
μσν.- νεοελλ.
1. ερωτική ηδονή
2. ευτυχία
3. ευχάριστο, μελωδικό άκουσμα
νεοελλ.
(για τοπίο) ηρεμία, γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλυκύτης < γλυκύς και ο τ. γλυκότης < γλυκός ή γλύκα].

Translations

sweetness

Afrikaans: soetheid; Albanian: ëmbëlsi; Arabic: حَلَاوَةٌ‎; Aromanian: dultseatsã; Asturian: dulzura; Azerbaijani: şirinlik; Bulgarian: сладост; Catalan: dolçor; Chinese Mandarin: 甜味; Crimean Tatar: tatlılıq; Czech: sladkost; Danish: sødme; Dutch: zoetheid; Esperanto: dolĉeco; Finnish: makeus; Franco-Provençal: dóuçor; Galician: dozura; Georgian: სიტკბო, სიტკბოება; German: Süßigkeit; Greek: γλυκύτητα; Ancient Greek: γλυκύτης; Hebrew: מתיקות‎; Hungarian: édesség; Icelandic: sætleik; Italian: dolcezza; Japanese: 甘さ; Kazakh: тәттілік; Kyrgyz: таттуулук; Latin: dulcedo, dulcitas, dulcitudo, dulcor, mellinia, suavitas; Latvian: saldums; Malay: manis; Norwegian Bokmål: sødme, søthet; Nynorsk: søtleik; Occitan: doçor; Old English: swētnes; Polish: słodycz; Portuguese: doçura; Romanian: dulceață; Russian: сладость; Serbo-Croatian: slatkòća; Spanish: dulzura, dulzor, melosidad, dulcedumbre; Swedish: sötma; Tatar: татлылык; Thai: ความหวาน; Turkish: tatlılık; Ukrainian: солодкість; Uzbek: totlilik; Welsh: melyster; Yiddish: זיסקײַט‎