γλωσσοδίφης: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> <span style="color: red;"><</span> [[διφώ]] «[[ερευνώ]]» ( | |mltxt=ο<br />αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> <span style="color: red;"><</span> [[διφώ]] «[[ερευνώ]]» ([[πρβλ]]. [[αρχαιοδίφης]], [[ιστοριοδίφης]], [[φυσιοδίφης]]). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή].