γυμνητεία: Difference between revisions
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
(8) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[γυμνητεία]]) [[γυμνητεύω]]<br />η [[γύμνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιώτες [[ελαφρά]] οπλισμένοι. | |mltxt=η (AM [[γυμνητεία]]) [[γυμνητεύω]]<br />η [[γύμνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιώτες [[ελαφρά]] οπλισμένοι. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυμνητεία -ας, ἡ [γυμνητεύω] lichtgewapende infanterie. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 31 December 2018
English (LSJ)
(
A v.l. -ητία), ἡ, light-armed troops, Th.7.37. II nakedness, Corn.ND15; going unclothed, as a symptom of insanity, Ptol.Tetr.170.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, die Nacktheit, Sp., s. γυμνητία.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητεία: ἡ, γυμνότης, Εὐστ. Πονημ. 190. 43, κτλ. 2) οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, εὔζωνοι στρατιῶται, Θουκ. 7, 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
troupes légères.
Étymologie: γυμνητεύω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): γυμνι- Mac.Aeg.Serm.B.12.1.4
1 infantería ligera οἱ ἱππῆς καὶ ἡ γ. τῶν Συρακοσίων Th.7.37.
2 desnudez de las Gracias, Corn.ND 15, cf. Mac.Aeg.l.c., como síntoma de locura, Ptol.Tetr.3.15.5.
Greek Monolingual
η (AM γυμνητεία) γυμνητεύω
η γύμνια
αρχ.
στρατιώτες ελαφρά οπλισμένοι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνητεία -ας, ἡ [γυμνητεύω] lichtgewapende infanterie.