δαφνόκομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαφνόκομος]], -ον (Α)<br />[[στεφανωμένος]] με [[δάφνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά» (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλλίκομος]], [[ξανθόκομος]])].
|mltxt=[[δαφνόκομος]], -ον (Α)<br />[[στεφανωμένος]] με [[δάφνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάφνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά» (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλλίκομος]], [[ξανθόκομος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαφνόκομος:''' -ον ([[κόμη]]), [[στεφανωμένος]] με [[δάφνη]], στολισμένος με [[δάφνη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνόκομος Medium diacritics: δαφνόκομος Low diacritics: δαφνόκομος Capitals: ΔΑΦΝΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: daphnókomos Transliteration B: daphnokomos Transliteration C: dafnokomos Beta Code: dafnοko/mos

English (LSJ)

ον,

   A bay-crowned, τρίποδες AP9.505.11.

German (Pape)

[Seite 525] mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνόκομος: -ον, ὁ διὰ δάφνης ἐστεμμένος, Ἀνθ. Π. 9. 505, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert ou couronné de laurier.
Étymologie: δάφνη, κόμη.

Greek Monolingual

δαφνόκομος, -ον (Α)
στεφανωμένος με δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)].

Greek Monotonic

δαφνόκομος: -ον (κόμη), στεφανωμένος με δάφνη, στολισμένος με δάφνη, σε Ανθ.