δαύλον: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δαῡλον, το (Α)<br />μισοκαμένο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου ([[δαύλον]]<br />ημίφλεκτον [[ξύλον]]). Ο τ. [[δαύλον]] εμφανίζεται ως [[παράλληλος]] τ. του [[δαλός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δαFελός</i> ( | |mltxt=δαῡλον, το (Α)<br />μισοκαμένο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου ([[δαύλον]]<br />ημίφλεκτον [[ξύλον]]). Ο τ. [[δαύλον]] εμφανίζεται ως [[παράλληλος]] τ. του [[δαλός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δαFελός</i> ([[πρβλ]]. [[δαίω]] «[[ανάβω]], [[πυρπολώ]]»]. | ||
}} | }} |