δεκάμετρος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(8) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dekametros | |Transliteration C=dekametros | ||
|Beta Code=deka/metros | |Beta Code=deka/metros | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of ten metrical units</b>: Subst. <b class="b3">-μετρον</b> (sc. <b class="b3">κῶλον</b>), τό, | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of ten metrical units</b>: Subst. <b class="b3">-μετρον</b> (sc. <b class="b3">κῶλον</b>), τό, [[decameter]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>496</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 28 June 2020
English (LSJ)
A of ten metrical units: Subst. -μετρον (sc. κῶλον), τό, decameter, Sch.Ar.Eq.496, etc.
German (Pape)
[Seite 542] zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάμετρος: -ον, ὁ ἐκ δέκα μέτρων συγκείμενος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δεκάμετρος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» — μετρικό όργανο του γεωμέτρη)
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο
μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα
αρχ.
έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές μονάδες («περίοδον... πεντάμετρον»).