διακολακεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακολακεύομαι]] (Α)<br />[[συναγωνίζομαι]] κάποιον στην [[κολακεία]].
|mltxt=[[διακολακεύομαι]] (Α)<br />[[συναγωνίζομαι]] κάποιον στην [[κολακεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''διακολᾰκεύομαι:''' льстить наперебой, соревноваться в лести (πρός τινα Isocr.).
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακολᾰκεύομαι Medium diacritics: διακολακεύομαι Low diacritics: διακολακεύομαι Capitals: ΔΙΑΚΟΛΑΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diakolakeúomai Transliteration B: diakolakeuomai Transliteration C: diakolakeyomai Beta Code: diakolakeu/omai

English (LSJ)

   A vie with each other in flattery, Isoc.12.159:—Act. only as v.l. in Sch.E.Or.714.

Greek (Liddell-Scott)

διακολᾰκεύομαι: μέσ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ.

French (Bailly abrégé)

part. prés.
rivaliser de flatterie.
Étymologie: διά, κολακεύω.

Spanish (DGE)

1 rivalizar en lisonjas Isoc.12.159.
2 tard. v. act. adular τὸν τῶν Ἀργείων ὄχλον Sch.E.Or.714D. (ap. crít.).

Greek Monolingual

διακολακεύομαι (Α)
συναγωνίζομαι κάποιον στην κολακεία.

Russian (Dvoretsky)

διακολᾰκεύομαι: льстить наперебой, соревноваться в лести (πρός τινα Isocr.).