διεγερτικός: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διεγερτικός]], -ή, -όν) [[διεγείρω]]<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να διεγείρει, να ερεθίζει, [[ερεθιστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διέγερση]] τών [[μυών]] και τών νεύρων ορισμένων οργάνων του σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προκαλεί σεξουαλική [[διέγερση]] («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> όποιος παρακινεί στη [[διατάραξη]] της δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διεγερτικά</i><br />τα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό [[σύστημα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διεγερτικός]], -ή, -όν) [[διεγείρω]]<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να διεγείρει, να ερεθίζει, [[ερεθιστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[διέγερση]] τών [[μυών]] και τών νεύρων ορισμένων οργάνων του σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προκαλεί σεξουαλική [[διέγερση]] («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> όποιος παρακινεί στη [[διατάραξη]] της δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διεγερτικά</i><br />τα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό [[σύστημα]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεγερτικός:''' пробуждающий, возбуждающий (τῆς ψυχῆς Sext.).
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεγερτικός Medium diacritics: διεγερτικός Low diacritics: διεγερτικός Capitals: ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diegertikós Transliteration B: diegertikos Transliteration C: diegertikos Beta Code: diegertiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A exciting, stimulant, S.E.M.6.19; ἀφροδισίων Diph.Siph. ap. Ath.2.64b, cf. Philum. ap. Orib.Syn.8.6.4.

German (Pape)

[Seite 617] ή, όν, aufweckend, erregend, τινός, Ath. II, 64 b u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ διεγείρειν, τινὸς Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 19, Ἀθήν. 64Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 estimulante, excitante ἀφροδίσια Diph.Siph. en Ath.64b, 371b, de la música, S.E.M.6.19
τὰ διεγερτικὰ sc. φάρμακα remedios excitantes Philum. en Orib.Syn.8.5.4.
2 fig. que incita (ἐπιστολή) διεγερτικὴ πίστεως Eus.HE 4.23.2, cf. Nicol.Mon.Ep.M.65.1052C
que pone en movimiento, animador τούτων πάντων δ. τὸ πῦρ Corp.Herm.Fr.26.27.
3 subst. τὸ δ. alborada τῶν ἐπιθαλαμίων ... τινὰ δὲ ὄρθια, ἃ καὶ προσαγορεύεται διεγερτικά Sch.Theoc.18 proem.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διεγερτικός, -ή, -όν) διεγείρω
ο ικανός ή κατάλληλος να διεγείρει, να ερεθίζει, ερεθιστικός
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί διέγερση τών μυών και τών νεύρων ορισμένων οργάνων του σώματος («διεγερτικά φάρμακα»)
2. εκείνος που προκαλεί σεξουαλική διέγερση («διεγερτικές ουσίες, θεάματα κ.λπ.»)
3. όποιος παρακινεί στη διατάραξη της δημόσιας τάξης («διεγερτικοί λόγοι, δημοσιεύματα κ.λπ.»)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διεγερτικά
τα φάρμακα που διεγείρουν το νευρικό, μυϊκό ή σεξουαλικό σύστημα.

Russian (Dvoretsky)

διεγερτικός: пробуждающий, возбуждающий (τῆς ψυχῆς Sext.).