διμναίος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(9)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=διμναῑος, -α, -ον και [[δίμνεως]], -ων και [[δίμνως]], -ων (Α)<br />αυτός που αξίζει δύο μνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μνα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεκαμναίος]]) Ο τ. [[δίμνεως]] [[είναι]] [[ιωνικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> - <span style="color: red;">+</span> <i>ιων</i>. πληθ. <i>μνέαι</i>].
|mltxt=διμναῖος, -α, -ον και [[δίμνεως]], -ων και [[δίμνως]], -ων (Α)<br />αυτός που αξίζει δύο μνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μνα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεκαμναίος]]) Ο τ. [[δίμνεως]] [[είναι]] [[ιωνικός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> - <span style="color: red;">+</span> <i>ιων</i>. πληθ. <i>μνέαι</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

διμναῖος, -α, -ον και δίμνεως, -ων και δίμνως, -ων (Α)
αυτός που αξίζει δύο μνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι - + ιων. πληθ. μνέαι].