δορισθενής: Difference between revisions

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορισθενής]] και [[δορυσθενής]], -ές (Α)<br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]] στο [[δόρυ]].
|mltxt=[[δορισθενής]] και [[δορυσθενής]], -ές (Α)<br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]] στο [[δόρυ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δορισθενής:''' -ές ([[σθένος]]), [[ισχυρός]] στο [[δόρυ]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορισθενής Medium diacritics: δορισθενής Low diacritics: δορισθενής Capitals: ΔΟΡΙΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: doristhenḗs Transliteration B: doristhenēs Transliteration C: doristhenis Beta Code: dorisqenh/s

English (LSJ)

ές,

   A mighty with the spear, A.Ch.158 (δορυσθενής cod. Med., as in h.Hom.8.3); βασιλῆες AP9.475.

Greek (Liddell-Scott)

δορισθενής: -ές, ἰσχυρὸς κατὰ τὸ δόρυ, Αἰσχύλ. Χο. 158 (δορυσθενὴς ἐν τῷ Μεδ. χφῳ, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 3), Ἀνθ. Π. 9. 475.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
puissant par la lance.
Étymologie: δόρυ, σθένος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): δορυ- h.Mart.3
poderoso con la lanza, fuerte en la guerra epít. de Ares h.Mart.l.c., ἀνήρ A.Ch.160, βασιλῆες IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), AP 9.475, cf. Antim.118.3 (cj.).

Greek Monolingual

δορισθενής και δορυσθενής, -ές (Α)
ισχυρός, δυνατός στο δόρυ.

Greek Monotonic

δορισθενής: -ές (σθένος), ισχυρός στο δόρυ, σε Αισχύλ.