δρησμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρησμοσύνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[δρηστοσύνη]]<br /><b>2.</b> η [[δραπέτευση]].
|mltxt=[[δρησμοσύνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[δρηστοσύνη]]<br /><b>2.</b> η [[δραπέτευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρησμοσύνη:''' ἡ, = [[δρηστοσύνη]], Λατ. [[cultus]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρησμοσύνη Medium diacritics: δρησμοσύνη Low diacritics: δρησμοσύνη Capitals: ΔΡΗΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: drēsmosýnē Transliteration B: drēsmosynē Transliteration C: drismosyni Beta Code: drhsmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = δρηστοσύνη, δ. ἱερῶν care of the holy rites, h.Cer. 476.    II = δρασμός, Max.351.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ (δράω), der heilige Opferdienst, ἱερῶν H. h. Cer. 476. – Bei Sp. = δρησμός.

Greek (Liddell-Scott)

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, δρ. ἱερῶν, φροντίς, ἐπιμέλεια ἱερῶν τελετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 476. ΙΙ. δρασμός, Μάξιμ. π. καταρχ. 351.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ huida Max.351, cf. δρασμός.
-ης, ἡ
celebración, cumplimiento ἱερῶν h.Cer.476, expl. como θεραπεία, ὑπηρεσία Hsch., EM 287.1G.

Greek Monolingual

δρησμοσύνη, η (Α)
1. η δρηστοσύνη
2. η δραπέτευση.

Greek Monotonic

δρησμοσύνη: ἡ, = δρηστοσύνη, Λατ. cultus, σε Ομηρ. Ύμν.